Μειωμένη παγκοσμίως η παραγωγή σιτηρών, χαμηλές οι τιμές παραγωγού στη χώρα μας και γίνονται και εισαγωγές... Αυτή η σχέση, που δε στηρίζεται βέβαια σε... υγιείς συνθήκες λειτουργίας της αγοράς, υπάρχει σήμερα μεταξύ των παραγωγών, του κράτους και των εισαγωγέων, ενώ η κατάσταση μας αφορά όλους, αφού οι όποιες εξελίξεις επηρεάζουν τόσο τη διατροφή μας όσο και τις τιμές αγαθών που στηρίζονται στο αλεύρι.
Αναλυτικότερα, η συγκομιδή κριθαριού είναι σε εξέλιξη. Και έχει ξεκινήσει σε πολλές περιοχές της χώρας μας και η συγκομιδή σιταριού. Μέχρι στιγμής, μάλιστα, ο καιρός βοηθάει και αναμένεται στη χώρα μας αυξημένη παραγωγή σε σχέση με πέρυσι, αλλά και καλή ποιότητα. Ο αλωνισμός στη Λάρισα πάει πολύ καλά. Σχεδόν έχει ολοκληρωθεί η συγκομιδή κριθαριού. Και στα σιτηρά φτάνει στο 70%. Στη Μαγνησία ξεκίνησαν από 13 Μαΐου τη συγκομιδή πρώιμων κριθαριών και νωρίτερα, σε σχέση με πέρσι, των σιτηρών. Αυτές τις ημέρες ξεκίνησε η συγκομιδή κριθαριού στη Φθιώτιδα και στις Σέρρες.
Μπορεί τα αλώνια να έχουν “ανάψει”, αλλά η αγορά φέτος φαίνεται να είναι “παγωμένη”. Οι παραγωγοί παραδίνουν με “ανοικτές” τιμές και όσοι μπορούν καταφέρνουν να πάρουν μια προκαταβολή. Και όλα αυτά όταν η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών για το 2018 προβλέπεται να είναι μειωμένη σε σχέση με πέρυσι.
Μεγάλη είναι, λοιπόν, η απογοήτευση ανάμεσα στους αγρότες του Θεσσαλικού Κάμπου για τις εξευτελιστικές τιμές που δίνουν οι έμποροι για τα σιτηρά. Στα 13 λεπτά το κιλό το κριθάρι και στα 16 λεπτά το σιτάρι, όταν πέρυσι το σκληρό σιτάρι είχε 18 λεπτά το κιλό.
Παγκόσμια παραγωγή και κατανάλωση
Τι γίνεται όμως με την παγκόσμια παραγωγή και κατανάλωση; Δόθηκαν στη δημοσιότητα τα πιο πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA), που κάνουν λόγο για παγκόσμια παραγωγή σιτηρών φέτος στους 748 εκατ. τόνους. Εάν η εκτίμηση αυτή επιβεβαιωθεί, η φετινή παραγωγή θα είναι μειωμένη κατά 11 εκατ. τόνους σε σχέση με την περσινή παραγωγή. Μείωση της παραγωγής αναμένεται στη Ρωσία, την Ε.Ε. και την Ινδία, η οποία δε θα υπερκαλυφθεί από την αύξηση της παραγωγής σε ΗΠΑ, Αυστραλία και Καναδά.
Η παγκόσμια κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί - παρά την οριακή μείωση της απορρόφησης σιτηρών για παραγωγή ζωοτροφών - ευνοώντας για άλλη μια φορά τις εξαγωγές παγκοσμίως. Έτσι, για μια ακόμη χρονιά οι συναλλαγές όσον αφορά το εμπόριο σιτηρών θα φτάσουν σε επίπεδα ρεκόρ, με κυριότερο εξαγωγέα παγκοσμίως τη Ρωσία. Ιδιαίτερα υψηλή προβλέπεται να είναι η ζήτηση για σιτηρά στην Ασία και την Αφρική.
Η Ελλάδα μπορεί αλλά...
Όπως κατ’ επανάληψη έχει γράψει η εφημερίδα μας, η Ελλάδα παράγει αλλά... συνεχίζει να εισάγει, εκτελώντας συμφωνίες που της επιβάλλει μέσα από διάφορους μηχανισμούς η Ευρωπαϊκή Ένωση, με συνέπεια ακόμα και τα τελευταία χρόνια (της οικονομικής κρίσης) ως Έλληνες τρώγαμε και εξακολουθούμε να τρώμε φασόλια από Κίνα, φακές από Καναδά, ρεβίθια από Μεξικό, λεμόνια από Αργεντινή και κουκκιά από Συρία.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του χοιρινού κρέατος, το οποίο στην Ελλάδα παράγεται σε ποσοστό μόλις 22% της συνολικής του κατανάλωσης, όταν στη δεκαετία του ’80 ήμασταν αυτάρκεις και κάναμε και εξαγωγές!
Στα όσπρια
Πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%. Όπως τονίζουν οι γεωπόνοι, το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί εύκολα, με μια αναδιάταξη της παραγωγής, ακόμα και με επιδότηση, ώστε σε εκτάσεις που καλλιεργούνται σήμερα άλλα προϊόντα, π.χ. ρύζι (στο οποίο είμαστε πλεονασματικοί), να καλλιεργηθούν όσπρια, πολλά από τα οποία, όπως τα ρεβίθια ή τα μαυρομάτικα φασόλια, έχουν και μικρότερες ανάγκες σε νερό.
Και στις πατάτες υπάρχει αυτάρκεια κατά 82%, με μόνιμη μάστιγα όμως τις “ελληνοποιήσεις” πατάτας από Αίγυπτο, αλλά και τις άσκοπες εισαγωγές κατεψυγμένης πατάτας από χώρες όπως οι ΗΠΑ, επειδή δήθεν τηγανίζεται πιο εύκολα.
Στο μοσχάρι
Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως σε μοσχαρίσιο κρέας, στην Ελλάδα παράγουμε μόλις τους 20.000 τόνους. Στο χοιρινό κρέας η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αφού, από τους 330.000 τόνους που καταναλώνουμε, παράγουμε μόνο τους 80.000, δηλαδή το 23%.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν το 1980, δηλαδή πριν μπούμε στην τότε ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε φτάσει σε αυτάρκεια στο χοιρινό κρέας σε ποσοστό 84%, στο μοσχαρίσιο σε 66%, ενώ το αιγοπρόβειο κρέας ήταν στα σημερινά επίπεδα αυτάρκειας - περίπου 94%. Στο αιγοπρόβειο κρέας είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, αφού, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Ελλάδα διαθέτει περίπου 8,9 εκατ. πρόβατα και 4,8 εκατομμύρια κατσίκια, δηλαδή αντιστοιχούν περίπου ένα πρόβατο και μισή κατσίκα για κάθε Έλληνα.
Στη ζάχαρη
Έλλειψη παρατηρείται στη ζάχαρη, με την εγχώρια παραγωγή να καλύπτει μόνο το 7,3% των αναγκών, που υπολογίζονται στους 320.000 τόνους. Ενώ ως το 2005 η ελληνική ζάχαρη εξασφάλιζε κερδοφορία, το 2006 υπογράφηκε η... ταφόπλακά της, όταν η Ελλάδα συμφώνησε με την Ε.Ε. να παράγει σχεδόν τη μισή παραγωγή από τις ανάγκες της και να πάει σε εισαγωγές.
Υπόθεση “καλαμπόκι”
Ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες
Ακόμα και στο καλαμπόκι, ενώ έχουμε στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα πολύ πιο ποιοτικό καλαμπόκι, πολύ υψηλής ποιότητας, γιατί θερίζεται άβροχο χωρίς λάσπες, για παράδειγμα, είμαστε ανίκανοι να το εκμεταλλευτούμε εμείς.
Έρχονται λοιπόν οι ξένες βιομηχανίες. Και το εξάγουμε κατά τις μεγαλύτερες ποσότητες σε βιομηχανίες όχι ζωοτροφών, αλλά ανθρώπινης τροφής, όπως είναι τα δημητριακά που τρώμε στο πρωινό μας. Αλλά εμείς δεν παράγουμε όσο χρειαζόμαστε για τις ανάγκες μας και μόνο ένα μικρό μέρος το χρησιμοποιούν οι δικές μας βιομηχανίες ανθρώπινης τροφής και ζωοτροφών.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και της ΠΑΣΕΓΕΣ, σε ό,τι αφορά το μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957 η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι με την ποικιλία Γ 38290, που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα, που διατηρήθηκε μέχρι το 1984!
Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία αυτά, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981 αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων), ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981 μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων).
ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΝΕΑ ΚΡΗΤΗ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.