Τις άλλες μου την έδωσε και κοίταγα τα άστρα
μονάχος νταγιασλίκι, σκέψη βαριά με πλάκωσε,
κι ανέβηκα στα κάστρα, πάνω απ’ την ξελογιάστρα
Θεσσαλονίκη...
Τσιγάρα κάργα το κουτί και τέσσερα μπιρόνια,
Βαρδάρης στα μαλλιά μου, κανείς δεν ξέρει να μου πει,
που πήγανε τα χρόνια, τα πιο ωραία χρόνια,
τα παιδικά μου.
Εεεει μας πιάσανε στον ύπνο και μας τη φέρανε,
μας βάλανε στο λούκι, τα καταφέρανε,
τα όνειρά μας όλα προδοθήκανε,
τα πιο ωραία χρόνια μας χαθήκανε.
Τη μέρα εργοστάσιο, νυχτερινό σχολείο,
να πάρω το πτυχίο, αγώνας για το αύριο,
ούτε λεπτό για χάσιμο, από παντού το σπάσιμο,
τρελοκομείο.
Και τώρα που κατάφερα κι εγώ να ξελασπώσω,
να πάρω μια ανάσα, τα βλέπω όλα μάταια
και πάω να παλαβώσω που με στριμώξαν’ τόσο,
με ξεγελάσαν’.
Εεεει μας πιάσανε στον ύπνο και μας τη φέρανε,
μας βάλανε στο λούκι, τα καταφέρανε,
τα όνειρά μας όλα προδοθήκανε,
τα πιο ωραία χρόνια μας χαθήκανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.