Αποθήκες σταφιδεργοστασίου ΚΣΟΣ στην Αρχιεπισκόπου Μακαρίου εν έτη...1950 |
ΕΡΕΥΝΑ: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ |
ΕΡΕΥΝΑ ΜΕΡΟΣ 2ο
Ψάχνουν για ελληνικό προϊόν σήμερα ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές στο Ηράκλειο, που όμως επιμένουν. Και, παρά την οικονομική κρίση, λένε πως αν το βρουν θα το πληρώσουν ακριβότερα. Το μήνυμα αυτό το καταγράψαμε στην τοπική αγορά, συνεχίζοντας την έρευνα με θέμα την αποβιομηχανοποίηση της χώρας. Μάλιστα, η "Νέα Κρήτη" δίνει ιδιαίτερο βάρος σήμερα στο πολιτιστικό-ιστορικό μέρος της υπόθεσης αυτής, δημοσιεύοντας χαρακτηριστικές φωτογραφίες από παλιά βιομηχανικά και βιοτεχνικά κτήρια που "έστεκαν" ή εξακολουθούν τμήματα αυτών να "στέκουν" στο παραλιακό μέτωπο του Ηρακλείου, αλλά και συνεντεύξεις ανθρώπων που έζησαν "την αρχή και το τέλος". Και έχει μεγάλο ενδιαφέρον η μαρτυρία τους αυτή, για μια κοινωνία που κάποτε μπορούσε να στέκεται στα πόδια της, μέχρι που ένα "αόρατο χέρι" ήρθε και της τα "έκοψε"!
Η έρευνα "Αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας" έχει τεράστια σημασία στις μέρες μας, καθώς το "έγκλημα" αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο. Ωστόσο, η αισιοδοξία δεν έχει χαθεί. Ο Μανόλης Βενιανάκης, που ασχολείται με τις επισκευές σε πάσης φύσεως ηλεκτρικές συσκευές, τονίζει στην εφημερίδα μας ότι αυτό που βλέπει από τις καθημερινές συναλλαγές του με τον κόσμο, κυρίως κατά τα τελευταία τρία χρόνια, είναι μια επιθυμία και αγωνία που εκφράζουν να βρουν οτιδήποτε ελληνικό και ας το πληρώσουν παραπάνω. «Οι καταναλωτές δεν ψάχνουν πια μόνο το φτηνό. Ψάχνουν το ελληνικό προϊόν. Και αν βρεθούν στο δίλημμα να επιλέξουν ανάμεσα στο φτηνό εισαγόμενο και το ακριβότερο ελληνικό, θα προτιμήσουν το ελληνικό. Και δε θα έλεγα ότι είναι αργά πια. Πάντα υπάρχουν περιθώρια για ένα νέο ξεκίνημα»...
Ο κ. Βενιανάκης κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον πρωτογενή τομέα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτό που έγινε στον πρωτογενή τομέα έγινε και στους άλλους τομείς της οικονομίας. Μια φορά είχαμε καλλιέργειες παλιές, που τώρα τις ακούμε και πάμε να τις αναβιώσουμε. Και πιστεύω ότι αν πάμε να τις εξελίξουμε, δηλαδή να ασχοληθούμε σε μεγάλη έκταση, είναι σίγουρο ότι θα πέσουν πάνω μας κάτι μεγάλες εταιρείες σπόρων για να μας εμποδίσουν»...
Για το δικό του τομέα, ο κ. Βενιανάκης λέει ότι, «από τότε που ασχολήθηκα εγώ με τα είδη τα δικά μας, δε βγάζαμε κάτι ως χώρα. Εντάξει, οι παλιότερες γενιές θυμούνται την "Pitsos" και την "Ιζόλα" και τόσες άλλες ελληνικές εταιρείες. Αυτά τελείωσαν. Εμείς δεν προλάβαμε τη βιομηχανία».
«Ούτε μαχαίρι-μίξερ»
Ένα απλό μαχαιράκι του μίξερ, που δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα μικρό κομμάτι πλαστικού και ένα ξυράφι πάνω του, για να αλέθει τις τροφές, για να το βρει κάποιος στην Ελλάδα, θα πρέπει να το φέρει από το εξωτερικό. Αυτό μας λέει ο Μανόλης Βενιανάκης, δείχνοντάς μας ένα τέτοιο εξάρτημα.
«Εγώ που κάνω επισκευές, για να μπορέσω να εξυπηρετήσω πλέον τον κόσμο, έχω αρχίσει τις παραγγελίες με αντικαταβολή από εταιρείες του εξωτερικού. Πάντα προτιμώ πρώτα τους Έλληνες εισαγωγείς. Εκεί κάνω την πρώτη μου κρούση και ψάχνω για ανταλλακτικό. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι ότι δε θέλουν ή ότι δεν έχουν χρήμα να κάνουν μια εισαγωγή. Έχουν μειώσει όμως τις εισαγωγές τους. Έχουν μειωθεί τα πάντα. Και έτσι αναγκάζομαι κι εγώ και άλλοι συνάδελφοί μου και κάνουμε συνεργασία ιντερνετικά με μεγάλες αποθήκες του εξωτερικού, και εννοώ αποθήκες που διακινούν 12 και 13 εκατομμύρια κωδικούς ανταλλακτικών»!
Για την κατάσταση που επικρατούσε πιο παλιά, ο κ. Βενιανάκης μάς λέει: «Κι όμως κάποτε τα βγάζαμε σε δικές μας βιομηχανίες. Και υπάρχουν ακόμα παραγωγοί αλλά με ξένα συμφέροντα. Δηλαδή οι πρώτες ύλες εισάγονται. Και αυτό είναι κατάντια»...
Και θυμάται: «Εγώ πιτσιρικάς περνούσα με τα πόδια έξω από το εργοστάσιο που έβγαζε τα αυτοκίνητα Record και έβλεπες μέσα κόσμο που πηγαινοερχότανε. Δούλευαν κινητήρες. Υπήρχε δουλειά στον κόσμο. Είχαμε όμως και τα μηχανήματα Knosos, τα Candia, τρίκυκλες, σκαφτικά και ένα σωρό άλλα μηχανήματα. Κάτι βγάζαμε. Και τώρα τίποτα»...
Πολιτισμός-ιστορία-επιστροφή
Μέσα στο τρίπτυχο "πολιτισμός-ιστορία-επιστροφή"... "περπατήσαμε" κι εμείς, δημοσιογραφικά, για να στείλουμε προς την κοινωνία μηνύματα και πληροφορίες που θα μπορέσουν να πιάσουν τόπο, να ευαισθητοποιήσουν, να προβληματίσουν και να δώσουν ερεθίσματα για μια μεγάλη προσπάθεια επιστροφής "στα παλιά" από δυνάμεις που θα αναπτυχθούν εντός του κοινωνικού συνόλου.
Χαρακτηριστικά τα λόγια του ιστορικού συγγραφέα, φιλόλογου και θεολόγου Αντώνη Σανουδάκη προς την εφημερίδα μας: «Ως παιδί, για να εξασφαλίσω ένα εισιτήριο σινεμά, με έστελνε η μάνα μου να δουλέψω σε διάφορες δουλειές τα καλοκαίρια. Ένα καλοκαίρι, πάλι για ένα εισιτήριο - γιατί η μάνα μου δεν ήθελε να παίρνω χρήματα - δούλεψα σε ένα χυτήριο στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Αλλά αρρώστησα και πήγα στο νοσοκομείο. Όταν μεγάλωσα, στην πέμπτη τάξη, πήγαινα τα καλοκαίρια και δούλευα με μεροκάματο. Θυμάμαι, λοιπόν, εκεί που είναι σήμερα το Πολιτιστικό Κέντρο, το συσκευαστήριο σταφυλιών του Βολιτάκη. Το ίδιο καλοκαίρι, που δούλεψα στα σταφύλια, δούλεψα και σε σταφιδεργοστάσιο της Ένωσης Ηρακλείου στη λεωφόρο 62 Μαρτύρων. Αλλά είχα δουλέψει και στο σταφιδεργοστάσιο της ΚΣΟΣ στην Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, όπου όλοι οι εργάτες ήταν πρόσφυγες»...
Ο Αντώνης Σανουδάκης θυμάται πόσο πολύς ήταν ο κόσμος που δούλευε στη "Ραφιναρία" (στο "Αθηνά" όπου λειτουργούσε σαπωνοποιία), αλλά και στους Αλευρόμυλους Καστρινάκη επί της λεωφόρου Ικάρου. Πώς όμως φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση; «Καταρχήν έχει συμβεί μια μεγάλη αστική μετακίνηση από τα χωριά προς τις πόλεις. Τα ίδια τα χωριά αστικοποιήθηκαν. Κυρίως όμως επειδή αστικοποιήθηκαν τα χωριά και στις πόλεις έφταναν χρήματα από ΜΟΠ, δημιουργήθηκε μια ψευδής ευημερία από τη δεκαετία του ’80 και μετά. Και νομίζαμε ότι μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε την παραγωγή και να ζούμε από τα δανεικά που παίρναμε».
Και παρακάτω λέει χαρακτηριστικά ως παράδειγμα: «Στα χωριά, επειδή και αυτά αστικοποιήθηκαν, βλέπαμε ότι από τη δεκαετία του ’80 έφτιαχναν σαλόνια στα σπίτια, αλλά στάβλο ή κούμο δεν έφτιαχναν οι αγρότες. Και η αστικοποίηση έγινε με τις επιδοτήσεις που τους έδιναν από τις Βρυξέλλες»...
Έχει ενδιαφέρον η άποψη του γνωστού ιστορικού συγγραφέα (που προκύπτει και μέσα από την καταγραφή των γεγονότων) για την αρχή και το τέλος της βιομηχανίας στην Ελλάδα και της μικρής κλίμακας και δυναμικότητας βιομηχανίας και βιοτεχνίας στην Κρήτη. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Αντώνη Σανουδάκη, «από την αρχή της δεκαετίας του ’70 επιχειρηματίες από άλλους κλάδους, εκτός τουρισμού, άρχισαν να κάνουν επενδύσεις στον τουρισμό φτιάχνοντας με δάνεια ξενοδοχειακές μονάδες. Έτσι άλλοι τομείς εγκαταλείφθηκαν και φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Αλλά και η αστική τάξη του Ηρακλείου από τη δεκαετία του ’70 και μετά περιέπεσε σε παρακμή. Βγήκε μια άλλη που ασχολήθηκε με τον τουρισμό μονόπλευρα, εγκαταλείποντας μαζί με όλα τα άλλα και την ντόπια παραγωγή».
ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΤΕΕ/ΤΑΚ
Τα παλιά βιομηχανικά κτήρια της Κρήτης
Το 1996 το ΤΕΕ/ΤΑΚ σύστησε δύο ομάδες εργασίας για τους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου με σκοπό την "Καταγραφή και αξιολόγηση των παλαιών βιοτεχνικών-βιομηχανικών κτηρίων στην ανατολική Κρήτη και διερεύνηση αξιοποίησής τους σε νέες χρήσεις". Την εργασία χρηματοδότησε η Περιφέρεια Κρήτης από το υποπρόγραμμα "Εφαρμογή" του ΠΕΠ Κρήτης 1994-1999.
Τα κτήρια που καταγράφηκαν για το δήμο Ηρακλείου ήταν οκτώ:
* Οι Κυλινδρόμυλοι Καστρινάκη (στην αρχή της λεωφόρου Ικάρου).
* Τα Ταμπακαριά (στη δυτική παραλιακή πριν τον ποταμό Γιόφυρο).
* Το Συγκρότημα "Αθηνά" (στη λεωφόρο Ικάρου).
* Το Μαρμαράδικο (στη λεωφόρο Ικάρου, στάση Μαρινάκη).
* Το Σαπωνοποιείο (στη λεωφόρο Σοφοκλή Βενιζέλου, Αγία Τριάδα).
* Οι Αλευρόμυλοι Καστρινάκη (στη λεωφόρο Σοφοκλή Βενιζέλου, Αγία Τριάδα).
* Το κτήριο της Ηλεκτρικής (στη λεωφόρο Σοφοκλή Βενιζέλου).
* Και το Καπνεκοπτήριο (στην οδό Σκορδυλών, Αγία Τριάδα).
Η φωτογραφία είναι του Σ. Μαρκόπουλου από το συγκρότημα "Αθηνά", όπου λειτουργούσε η "Ραφιναρία" που πραγματικά άφησε εποχή. Σήμερα έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του ΚΤΕΛ Ηρακλείου.
|
Τα παλιά Βυρσοδεψεία. Τα λεγόμενα Ταμπακαριά. Μια φωτογραφία που έβγαλε η αρχιτέκτονας - μηχανικός Βάνα Σφακιανάκη, από την περιοχή του Λίντο το 2003.
|
Μάρτυρες της ιστορίας
Όπως λέει η κ. Σφακιανάκη, αυτά τα κτήρια θα μπορούσαν να προστατευτούν για να είναι ιστορικοί μάρτυρες της πραγματικής φυσιογνωμίας του Ηρακλείου και σε αυτά στη συνέχεια να μπορούσαμε να αναπτύξουμε άλλες χρήσεις. «Κάποια από αυτά θα έκαναν ακόμα και για οικιστικά συγκροτήματα. Για παράδειγμα το ΚΤΕΛ, που πήρε το συγκρότημα "Αθηνά", λέει ότι θα το κάνει σταθμό ΚΤΕΛ, δίνοντας μια σύγχρονη δραστηριότητα που χρειάζεται σήμερα και θα την εγκαταστήσει σε ένα παραδοσιακό κτήριο». Σύμφωνα με την ίδια, «ήδη από το 1960 που έγινε η μελέτη Προβελέγγιου, υπήρχε η άποψη και η τάση να φύγουν τα βιοτεχνικά κτήρια, οι οχλούσες δραστηριότητες, δηλαδή, μέσα από την πόλη. Αυτός είχε προτείνει μια μεγάλη βιομηχανική περιοχή και έλεγε πως εκεί θα έπρεπε να μετακινηθούν οι εγκαταστάσεις. Βέβαια ο ίδιος, όπως και άλλοι, πίστευε ότι θα αναπτυσσόταν η βιομηχανία. Ότι δε θα ακολουθούσε τη φθίνουσα πορεία που ακολούθησε μετά. Γι’ αυτό και λέω εγώ άλλο ότι έπρεπε να διατηρήσουμε τα παλιά κτήρια και άλλο ότι έπρεπε να συνεχίσουν να λειτουργούν μες στην πόλη».
Η Βάνα Σφακιανάκη αναφέρεται στη συνέχεια και στην κατάρρευση της σταφίδας, λέγοντας ότι άρχισε να σηματοδοτεί το κλείσιμο σταφιδεργοστασίων, πολλά από τα οποία ήταν μικρά και βρίσκονταν μέσα στην Αγία Τριάδα. Και κάποια στιγμή έγινε σχεδόν μονοκαλλιέργεια η καλλιέργεια της ελιάς. Και σταδιακά έκλειναν το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο... Καταλήγοντας, η Βάνα Σφακιανάκη κάνει λόγο για ολόκληρο σχέδιο που υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια, βάσει του οποίου η Ελλάδα - και ολόκληρος ο Νότος - από παραγωγική έπρεπε να γίνει αυστηρώς καταναλωτική χώρα και βέβαια τουριστικό θέρετρο... «Υπάρχει όμως σήμερα μια παγκόσμια τάση του κόσμου, σε πολλές χώρες, να αγωνίζεται να επιστρέψει στο παλιό, σε κάθε καλό προϊόν του παρελθόντος. Κι εκεί βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, και η ελπίδα», λέει χαρακτηριστικά.
ΠΗΓΗ: "ΝΕΑ ΚΡΗΤΗ" - ΤΡΙΤΗ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.