Μείωση της ποσότητας που παράγεται στην Ευρώπη κατά περίπου 0,2% ετησίως, που θα γίνει με βραδύτερο ρυθμό από αυτόν που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου 2005-2015, κατά την οποία η παραγωγή μειώθηκε 0,5% ετησίως, προβλέπει στην ετήσια έκθεσή της για τις προοπτικές της γεωργίας και τον απολογισμό των τάσεων που θα χαρακτηρίσουν τον ευρωπαϊκό τομέα οίνου έως το 2030 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η εξήγηση αυτής της μείωσης οφείλεται στις πολιτικές των εκριζώσεων, οι όποιες προκάλεσαν μείωση της παραγωγής με την αφαίρεση αμπελουργικών εκτάσεων. Ακόμη και αν δεν υπάρχουν επιχορηγήσεις για εκρίζωση, αυτές θα πρέπει να συνεχιστούν. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή προβλέπει απομάκρυνση των παλαιότερων και λιγότερο παραγωγικών αμπελώνων.
Στην ετήσια έκθεσή της για τις προοπτικές της γεωργίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβαίνει σε απολογισμό των τάσεων που θα χαρακτηρίσουν τον ευρωπαϊκό τομέα οίνου έως το 2030. Και επισημαίνει τα εξής:
* Επιβράδυνση της πτώσης της κατανάλωσης: Η έκθεση προβλέπει την επιβράδυνση της μείωσης της κατανάλωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η ευρωπαϊκή κατανάλωση έχει μειωθεί κατά περίπου 3 λίτρα ανά κάτοικο. Το 2030, η μέση κατανάλωση προβλέπεται να είναι 25 λίτρα/κάτοικο, έναντι 26 λίτρων/κάτοικο το 2016. Αυτή η βραδύτερη μείωση της κατανάλωσης προκαλείται από μια επιστροφή της κατανάλωσης σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την επίδραση της αύξησης κατανάλωσης των αφρωδών οίνων και των οίνων με μειωμένο αλκοόλ. Επιπλέον και στις άλλες χώρες, εκτός από τη Γαλλία και τη Γερμανία, η κατανάλωση αυξάνεται. Τέλος, η αύξηση του πληθυσμού θα στηρίξει την κατανάλωση. Να σημειωθεί ότι η έκθεση αναμένει μείωση της κατανάλωσης του κονιάκ, του βερμούτ και του ξιδιού.
* Περαιτέρω εξέλιξη των εξαγωγών: Η έκθεση προβλέπει τη συνεχή αύξηση των εξαγωγών οίνου στην Ευρώπη με ρυθμό 1,7% ετησίως.
Συνολικά, οι εξαγωγές αναμένεται να φτάσουν τα 27 εκατομμύρια εκατόλιτρα το 2030. Αυτός ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης υποστηρίζεται από την αύξηση της ζήτησης για αφρώδεις οίνους με γεωγραφικές ενδείξεις.
Οι αφρώδεις οίνοι οδηγούν επίσης αυτή την εξέλιξη στην ευρωπαϊκή αγορά. Η αιχμή αυτή της αγοράς αντιπροσωπεύει αντίστοιχα το 71% και το 13% του όγκου των εξαγόμενων οίνων.
Όσον αφορά στους οίνους χύδην, το μερίδιό τους στις ευρωπαϊκές εξαγωγές αναμένεται να μειωθεί, αλλά ο όγκος των εισαγωγών προβλέπεται να αυξηθεί. Προβλέπεται να φτάσουν από το 63% των εισαγόμενων όγκων το 2016 στο 70%.
Η παραγωγή θα μειωθεί
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει μείωση της ποσότητας που παράγεται στην Ευρώπη κατά περίπου 0,2% ετησίως. Αυτή η μείωση θα γίνει με βραδύτερο ρυθμό από αυτόν που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου 2005-2015, κατά την οποία η παραγωγή μειώθηκε 0,5% ετησίως.
Η εξήγηση αυτής της μείωσης οφείλεται στις πολιτικές των εκριζώσεων, οι όποιες προκάλεσαν μείωση της παραγωγής με την αφαίρεση αμπελουργικών εκτάσεων.
Ακόμη και αν δεν υπάρχουν επιχορηγήσεις για εκρίζωση, αυτές θα πρέπει να συνεχιστούν. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή προβλέπει απομάκρυνση των παλαιότερων και λιγότερο παραγωγικών αμπελώνων.
Οι προβλέψεις δείχνουν επίσης ότι οι αμπελουργικές επιφάνειες θα αναδιαρθρωθούν εν μέρει και ότι αυτό θα έχει αντίκτυπο στις αναμενόμενες αποδόσεις.
Η Επιτροπή προχωρεί ακόμη και στο μέτρο που προβλέπει συγκέντρωση της παραγωγής. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες αποδόσεις οίνων με γεωγραφική ένδειξη. Τα μοντέλα πρόβλεψης υπολογίζουν μέση απόδοση στα 57,6 hl/ha το 2030, που θα αυξάνεται σταδιακά κατά 0,5% ετησίως.
Το πλήγμα λόγω φόρου
Στο μεταξύ, μεγάλο και ιδιαίτερης βαρύτητας χαρακτηρίζεται από την ΚΕΟΣΟΕ το πλήγμα που επιφέρει η επιβολή διπλασιασμού του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στην οικονομία των περιοχών παραγωγής γλυκών κρασιών.
Κι αυτό το εξηγεί αναφέροντας ότι εκτοπίζει ουσιαστικά τα προϊόντα αυτά από την ελληνική αγορά, υπέρ αντίστοιχων εισαγόμενων προϊόντων άγνωστης κατά κανόνα ποιότητας και προέλευσης, και για το λόγο αυτό είναι επιτακτική η ανάγκη μείωσής του.
Αναλυτικότερα, επί του θέματος η ΚΕΟΣΟΕ, σε σχετική ανάρτηση στην ιστοσελίδα της, αναφέρει τα εξής: «Οι επιπτώσεις της επιβολής του ΕΦΚ στο κρασί είναι γνωστές και αφορούν τόσο την αύξηση της παραοικονομίας στον αμπελοοινικό κλάδο της χώρας, όσο και στην αρνητική πορεία των συνολικών δημόσιων εσόδων μετά την εφαρμογή του φόρου.
Η βαρύτητα των επιπτώσεων της επιβολής του ΕΦΚ στο κρασί έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα ανάλογες, ίσως και πιο δυσμενείς, επιπτώσεις για μια άλλη κατηγορία οίνων, στην οποία ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης αυξήθηκε το 2010 κατά 100% εντός τεσσάρων μηνών, εκτοπίζοντας ουσιαστικά τα προϊόντα αυτά από την ελληνική αγορά, υπέρ κυκλοφορούντων προϊόντων άγνωστης κατά κανόνα ποιότητας και προέλευσης.
Αν ένας τομέας της οινικής παραγωγής της Ελλάδας αναγνωρίζεται από τις οινοπαραγωγούς ανταγωνίστριες χώρες, είναι ο τομέας παραγωγής γλυκών κρασιών, ιδιαίτερα αυτών που η ιστορία τους χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Τα με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) γλυκά κρασιά, όπως της Σάμου, της Λήμνου, το μοσχάτο Ρόδου, το μοσχάτο Ρίου, το μοσχάτο Πατρών και η μαυροδάφνη Πατρών, αποτελούν και αναγνωρίζονται ως κορυφαία προϊόντα στην κατηγορία τους, σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ένα εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό της παραγωγής των φημισμένων γλυκών κρασιών της χώρας μας είναι ότι στηρίζουν οικονομικά τις τοπικές κοινωνίες στις οποίες παράγονται, στις περισσότερες από τις οποίες το αμπέλι, εκτός των άλλων, αποτελεί μονοκαλλιέργεια.
Η στρατηγική για το marketing και branding του ελληνικού κρασιού επιφύλαξε μια ιδιαίτερη οινική οντότητα για τα γλυκά κρασιά στην αρχιτεκτονική της προβολής του ελληνικού κρασιού στις διεθνείς αγορές, παρ' όλα αυτά όμως το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τα προϊόντα αυτά με αυστηρά εισπρακτική λογική διπλασιάζοντας τον ΕΦΚ.
Η αύξηση αυτή δεν είχε καμία ουσιαστική απόδοση στα δημόσια έσοδα, αφού η παραγωγή τους είναι μικρή, έχει τοπικό χαρακτήρα και η φορολόγησή τους βασίζεται στην περιεκτικότητά τους σε αλκοόλ (άνω των 15% vol.), εξομοιώνοντάς τα με τα "σκληρά" αλκοολούχα ποτά.
Τα γλυκά κρασιά της Ελλάδας έπεσαν "θύματα" στις εύκολες πρακτικές αύξησης του ΕΦΚ των αλκοολούχων ποτών, προκειμένου το 2010 να "ικανοποιηθούν" οι απαιτήσεις των δανειστών της Ελλάδας, αντιμετωπίζοντας την κατανάλωσή τους όμοια με αυτήν του ουίσκι, της βότκας και του τζιν.
Όμως από το 2010 οι παραγωγοί την κρασιών αυτών, που είναι κυρίως οινοποιητικοί συνεταιρισμοί, αφενός αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στην εσωτερική αγορά εξαιτίας του διπλασιασμού του ΕΦΚ, με αποτέλεσμα το μερίδιο αγοράς τους να καταλάβει αμφίβολης ποιότητας προϊόντα, και αφετέρου επιβαρύνθηκε η εξαγωγική τους δραστηριότητα λόγω του υπέρμετρου κόστους των εγγυήσεων που απαιτούνται κατά τη μεταφορά των προϊόντων αυτών.
Μοιραία οι οινοπαραγωγοί αναπροσανατόλισαν την παραγωγή τους σε ξηρούς οίνους, όμως ένα δυναμικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και οινοπαραγωγής φθίνει, χωρίς ουσιαστικά κανένα όφελος για τα κρατικά έσοδα.
Είναι συνεπώς επίκαιρο, τώρα που υπάρχει προβληματισμός για τον ΕΦΚ στο κρασί, οποιεσδήποτε εξελίξεις να συμπεριλάβουν και τον ΕΦΚ των λεγόμενων ενδιάμεσων προϊόντων στα οποία ανήκουν οι οίνοι λικέρ (Vin de liqueur) και οι οίνοι γλυκείς φυσικοί (Vin doux naturel) της χώρας μας, με επαναφορά του ΕΦΚ στα προϊόντα αυτά στα επίπεδα του 2009.
Η κατάργηση του ΕΦΚ στο κρασί και η μείωση του ΕΦΚ των γλυκών κρασιών είναι η αναγκαία συνθήκη ΟΧΙ μόνο για την ανάπτυξη της αμπελοοινικής αγοράς, αλλά και την ανάσχεση της συρρίκνωσης της.
Ο αμπελοοινικός κλάδος τελικά αποτελεί άλλο ένα αρνητικό παράδειγμα των παραγόμενων αποτελεσμάτων της υπέρμετρης φορολόγησης, που σαν μέτρο όχι μόνο δε συμβάλλει στη μεγέθυνση ενός κλάδου, αλλά τον αποδιαρθρώνει ταυτόχρονα».
Ρεπορτάζ: Χριστόφορος Παπαδάκης
http://www.neakriti.gr/?page=newsdetail&DocID=1468619&srv=364
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.